Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
View word page
ἀνακρουστέος
one must check

ShortDef

one must check

Debugging

Headword:
ἀνακρουστέος
Headword (normalized):
ἀνακρουστέος
Headword (normalized/stripped):
ανακρουστεος
IDX:
5910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5911
Key:

Data

{'content': 'one must check'}