Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
View word page
νεοκλαδής
with new branches

ShortDef

with new branches

Debugging

Headword:
νεοκλαδής
Headword (normalized):
νεοκλαδής
Headword (normalized/stripped):
νεοκλαδης
IDX:
59108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59109
Key:

Data

{'content': 'with new branches'}