Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
View word page
νεοκηδής
whose grief is fresh, freshgrieving

ShortDef

whose grief is fresh, freshgrieving

Debugging

Headword:
νεοκηδής
Headword (normalized):
νεοκηδής
Headword (normalized/stripped):
νεοκηδης
IDX:
59107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59108
Key:

Data

{'content': 'whose grief is fresh, freshgrieving'}