Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
View word page
νεοκέντητος
newly planted
ShortDef
newly planted
Debugging
Headword:
νεοκέντητος
Headword (normalized):
νεοκέντητος
Headword (normalized/stripped):
νεοκεντητος
IDX:
59106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59107
Key:
Data
{'content': 'newly planted'}