Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
View word page
νεόκαυστος
newly burnt
ShortDef
newly burnt
Debugging
Headword:
νεόκαυστος
Headword (normalized):
νεόκαυστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαυστος
IDX:
59105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59106
Key:
Data
{'content': 'newly burnt'}