Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
View word page
νεοκάττυτος
freshly sewn

ShortDef

freshly sewn

Debugging

Headword:
νεοκάττυτος
Headword (normalized):
νεοκάττυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαττυτος
IDX:
59104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59105
Key:

Data

{'content': 'freshly sewn'}