Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
View word page
νεοκατάχριστος
just smeared

ShortDef

just smeared

Debugging

Headword:
νεοκατάχριστος
Headword (normalized):
νεοκατάχριστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταχριστος
IDX:
59103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59104
Key:

Data

{'content': 'just smeared'}