Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
νεόκλωστος
νεοκμής
View word page
νεοκατάστατος
newly settled

ShortDef

newly settled

Debugging

Headword:
νεοκατάστατος
Headword (normalized):
νεοκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταστατος
IDX:
59102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59103
Key:

Data

{'content': 'newly settled'}