Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
Νεοκλῆς
View word page
νεοκατάγραφος
newly enlisted

ShortDef

newly enlisted

Debugging

Headword:
νεοκατάγραφος
Headword (normalized):
νεοκατάγραφος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταγραφος
IDX:
59100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59101
Key:

Data

{'content': 'newly enlisted'}