Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκλαδής
νεοκληρόνομος
View word page
νεοκάθαρτος
newly cleaned
ShortDef
newly cleaned
Debugging
Headword:
νεοκάθαρτος
Headword (normalized):
νεοκάθαρτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαθαρτος
IDX:
59099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59100
Key:
Data
{'content': 'newly cleaned'}