Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
View word page
ἀνακρουστέον
one must check
ShortDef
one must check
Debugging
Headword:
ἀνακρουστέον
Headword (normalized):
ἀνακρουστέον
Headword (normalized/stripped):
ανακρουστεον
IDX:
5909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5910
Key:
Data
{'content': 'one must check'}