Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
View word page
νεόθριξ
with young hair
ShortDef
with young hair
Debugging
Headword:
νεόθριξ
Headword (normalized):
νεόθριξ
Headword (normalized/stripped):
νεοθριξ
IDX:
59096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59097
Key:
Data
{'content': 'with young hair'}