Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
View word page
νεόθρεπτος
newly grown
ShortDef
newly grown
Debugging
Headword:
νεόθρεπτος
Headword (normalized):
νεόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοθρεπτος
IDX:
59095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59096
Key:
Data
{'content': 'newly grown'}