Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
View word page
νεόθλιπτος
newly pressed

ShortDef

newly pressed

Debugging

Headword:
νεόθλιπτος
Headword (normalized):
νεόθλιπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοθλιπτος
IDX:
59093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59094
Key:

Data

{'content': 'newly pressed'}