Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκατάγραφος
View word page
νεοθηλής
fresh budding
ShortDef
fresh budding
Debugging
Headword:
νεοθηλής
Headword (normalized):
νεοθηλής
Headword (normalized/stripped):
νεοθηλης
IDX:
59090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59091
Key:
Data
{'content': 'fresh budding'}