Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
View word page
νεόθηκτος
newly whetted
ShortDef
newly whetted
Debugging
Headword:
νεόθηκτος
Headword (normalized):
νεόθηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοθηκτος
IDX:
59089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59090
Key:
Data
{'content': 'newly whetted'}