Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νεόθριξ
νεοίη
νέοικος
View word page
νεοθηγής
newly whetted

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεοθηγής
Headword (normalized):
νεοθηγής
Headword (normalized/stripped):
νεοθηγης
IDX:
59088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59089
Key:

Data

{'content': 'newly whetted'}