Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήρατος
View word page
νεόζυξ
newly-married

ShortDef

newly-married

Debugging

Headword:
νεόζυξ
Headword (normalized):
νεόζυξ
Headword (normalized/stripped):
νεοζυξ
IDX:
59082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59083
Key:

Data

{'content': 'newly-married'}