Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
View word page
νεόζυγος
newly yoked; newly married
ShortDef
newly yoked; newly married
Debugging
Headword:
νεόζυγος
Headword (normalized):
νεόζυγος
Headword (normalized/stripped):
νεοζυγος
IDX:
59081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59082
Key:
Data
{'content': 'newly yoked; newly married'}