Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
View word page
νεοεργής
just made

ShortDef

just made

Debugging

Headword:
νεοεργής
Headword (normalized):
νεοεργής
Headword (normalized/stripped):
νεοεργης
IDX:
59080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59081
Key:

Data

{'content': 'just made'}