Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
View word page
νεοειδής
fresh

ShortDef

fresh

Debugging

Headword:
νεοειδής
Headword (normalized):
νεοειδής
Headword (normalized/stripped):
νεοειδης
IDX:
59079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59080
Key:

Data

{'content': 'fresh'}