Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
View word page
ἀνακροτέω
to lift up and strike together
ShortDef
to lift up and strike together
Debugging
Headword:
ἀνακροτέω
Headword (normalized):
ἀνακροτέω
Headword (normalized/stripped):
ανακροτεω
IDX:
5907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5908
Key:
Data
{'content': 'to lift up and strike together'}