Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
View word page
νεόδρομος
just having run
ShortDef
just having run
Debugging
Headword:
νεόδρομος
Headword (normalized):
νεόδρομος
Headword (normalized/stripped):
νεοδρομος
IDX:
59078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59079
Key:
Data
{'content': 'just having run'}