Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
View word page
νεόδρεπτος
fresh-plucked
ShortDef
fresh-plucked
Debugging
Headword:
νεόδρεπτος
Headword (normalized):
νεόδρεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδρεπτος
IDX:
59077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59078
Key:
Data
{'content': 'fresh-plucked'}