Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
νεόθαπτος
View word page
νεοδουπής
newly fallen

ShortDef

newly fallen

Debugging

Headword:
νεοδουπής
Headword (normalized):
νεοδουπής
Headword (normalized/stripped):
νεοδουπης
IDX:
59076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59077
Key:

Data

{'content': 'newly fallen'}