Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
νεοθανής
View word page
νεόδμητος2
new-built

ShortDef

newly tamed, wedded
new-built

Debugging

Headword:
νεόδμητος2
Headword (normalized):
νεόδμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοδμητος2
IDX:
59075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59076
Key:

Data

{'content': 'new-built'}