Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
νεόζυξ
νεοηλής
View word page
νεοδμής
newly tamed

ShortDef

newly tamed

Debugging

Headword:
νεοδμής
Headword (normalized):
νεοδμής
Headword (normalized/stripped):
νεοδμης
IDX:
59073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59074
Key:

Data

{'content': 'newly tamed'}