Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
νεοεργής
νεόζυγος
View word page
νεοδίδακτος
newly brought out

ShortDef

newly brought out

Debugging

Headword:
νεοδίδακτος
Headword (normalized):
νεοδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδιδακτος
IDX:
59071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59072
Key:

Data

{'content': 'newly brought out'}