Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεοειδής
View word page
νεοδαμώδης
newly enfranchised

ShortDef

newly enfranchised

Debugging

Headword:
νεοδαμώδης
Headword (normalized):
νεοδαμώδης
Headword (normalized/stripped):
νεοδαμωδης
IDX:
59069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59070
Key:

Data

{'content': 'newly enfranchised'}