Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
View word page
νεοδάκρυτος
weeping afresh
ShortDef
weeping afresh
Debugging
Headword:
νεοδάκρυτος
Headword (normalized):
νεοδάκρυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδακρυτος
IDX:
59068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59069
Key:
Data
{'content': 'weeping afresh'}