Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
νεόδρεπτος
View word page
νεογύνης
just-wived

ShortDef

just-wived

Debugging

Headword:
νεογύνης
Headword (normalized):
νεογύνης
Headword (normalized/stripped):
νεογυνης
IDX:
59067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59068
Key:

Data

{'content': 'just-wived'}