Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεοδουπής
View word page
νεόγυιος
with young limbs
ShortDef
with young limbs
Debugging
Headword:
νεόγυιος
Headword (normalized):
νεόγυιος
Headword (normalized/stripped):
νεογυιος
IDX:
59066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59067
Key:
Data
{'content': 'with young limbs'}