Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
View word page
νεόγραφος
newly painted
ShortDef
newly painted
Debugging
Headword:
νεόγραφος
Headword (normalized):
νεόγραφος
Headword (normalized/stripped):
νεογραφος
IDX:
59065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59066
Key:
Data
{'content': 'newly painted'}