Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
νεόδμητος
View word page
νεόγραπτος
newly painted

ShortDef

newly painted

Debugging

Headword:
νεόγραπτος
Headword (normalized):
νεόγραπτος
Headword (normalized/stripped):
νεογραπτος
IDX:
59064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59065
Key:

Data

{'content': 'newly painted'}