Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
νεοδμής
View word page
νεόγονος
new-born, newly produced

ShortDef

new-born, newly produced

Debugging

Headword:
νεόγονος
Headword (normalized):
νεόγονος
Headword (normalized/stripped):
νεογονος
IDX:
59063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59064
Key:

Data

{'content': 'new-born, newly produced'}