Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεόδματος
View word page
νεογνός
newly born (νεόγονος, νεογενής)
ShortDef
newly born (νεόγονος, νεογενής)
Debugging
Headword:
νεογνός
Headword (normalized):
νεογνός
Headword (normalized/stripped):
νεογνος
IDX:
59062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59063
Key:
Data
{'content': 'newly born (νεόγονος, νεογενής)'}