Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
View word page
νεογενής
new-born
ShortDef
new-born
Debugging
Headword:
νεογενής
Headword (normalized):
νεογενής
Headword (normalized/stripped):
νεογενης
IDX:
59058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59059
Key:
Data
{'content': 'new-born'}