Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
View word page
νεόγαμος
newly married, a young husband

ShortDef

newly married, a young husband

Debugging

Headword:
νεόγαμος
Headword (normalized):
νεόγαμος
Headword (normalized/stripped):
νεογαμος
IDX:
59057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59058
Key:

Data

{'content': 'newly married, a young husband'}