Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
View word page
νεοβρώς
having just eaten

ShortDef

having just eaten

Debugging

Headword:
νεοβρώς
Headword (normalized):
νεοβρώς
Headword (normalized/stripped):
νεοβρως
IDX:
59054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59055
Key:

Data

{'content': 'having just eaten'}