Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
View word page
νεόβορος
lately, newly devoured

ShortDef

lately, newly devoured

Debugging

Headword:
νεόβορος
Headword (normalized):
νεόβορος
Headword (normalized/stripped):
νεοβορος
IDX:
59053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59054
Key:

Data

{'content': 'lately, newly devoured'}