Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
View word page
νεόβδαλτος
newly milked

ShortDef

newly milked

Debugging

Headword:
νεόβδαλτος
Headword (normalized):
νεόβδαλτος
Headword (normalized/stripped):
νεοβδαλτος
IDX:
59051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59052
Key:

Data

{'content': 'newly milked'}