Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
View word page
νενομισμένως
in the established manner

ShortDef

in the established manner

Debugging

Headword:
νενομισμένως
Headword (normalized):
νενομισμένως
Headword (normalized/stripped):
νενομισμενως
IDX:
59048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59049
Key:

Data

{'content': 'in the established manner'}