Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
νεόγαμος
View word page
νέννος
mother's
ShortDef
mother's
Debugging
Headword:
νέννος
Headword (normalized):
νέννος
Headword (normalized/stripped):
νεννος
IDX:
59047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59048
Key:
Data
{'content': "mother's"}