Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεμέσια
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμητή
View word page
νενίηλος
foolish, silly

ShortDef

foolish, silly

Debugging

Headword:
νενίηλος
Headword (normalized):
νενίηλος
Headword (normalized/stripped):
νενιηλος
IDX:
59046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59047
Key:

Data

{'content': 'foolish, silly'}