Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεμεσητικός
νεμεσητός
Νεμέσια
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρώς
View word page
νέμω
to deal out, distribute; dwell in (country); pasture (flock)
ShortDef
to deal out, distribute; dwell in (country); pasture (flock)
Debugging
Headword:
νέμω
Headword (normalized):
νέμω
Headword (normalized/stripped):
νεμω
IDX:
59044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59045
Key:
Data
{'content': 'to deal out, distribute; dwell in (country); pasture (flock)'}