Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεμεονίκης
νεμεσάω
Νεμεσεῖον
νεμεσητικός
νεμεσητός
Νεμέσια
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
νενίηλος
νέννος
νενομισμένως
νεοαλής
νεοαρδής
νεόβδαλτος
View word page
νέμησις
distribution

ShortDef

distribution

Debugging

Headword:
νέμησις
Headword (normalized):
νέμησις
Headword (normalized/stripped):
νεμησις
IDX:
59041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59042
Key:

Data

{'content': 'distribution'}