Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
View word page
ἀνακρίνω
to examine closely, to question, interrogate
ShortDef
to examine closely, to question, interrogate
Debugging
Headword:
ἀνακρίνω
Headword (normalized):
ἀνακρίνω
Headword (normalized/stripped):
ανακρινω
IDX:
5903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5904
Key:
Data
{'content': 'to examine closely, to question, interrogate'}