Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεμεάς
νεμέθομαι
νεμέθω
Νέμεια
Νέμειον
Νέμειος
Νεμεονίκης
νεμεσάω
Νεμεσεῖον
νεμεσητικός
νεμεσητός
Νεμέσια
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
νενηφότως
View word page
νεμεσητός
causing indignation

ShortDef

causing indignation

Debugging

Headword:
νεμεσητός
Headword (normalized):
νεμεσητός
Headword (normalized/stripped):
νεμεσητος
IDX:
59035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59036
Key:

Data

{'content': 'causing indignation'}