Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεμεαῖος
Νεμεάς
νεμέθομαι
νεμέθω
Νέμεια
Νέμειον
Νέμειος
Νεμεονίκης
νεμεσάω
Νεμεσεῖον
νεμεσητικός
νεμεσητός
Νεμέσια
νεμεσίζομαι
νέμεσις
νεμεσίτης
νεμέτωρ
νέμησις
νεμητέον
νέμος
νέμω
View word page
νεμεσητικός
disposed to just indignation

ShortDef

disposed to just indignation

Debugging

Headword:
νεμεσητικός
Headword (normalized):
νεμεσητικός
Headword (normalized/stripped):
νεμεσητικος
IDX:
59034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59035
Key:

Data

{'content': 'disposed to just indignation'}