Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακραυγάζω
ἀνακραύγασμα
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμασμός
Ἀνακρεόντειος
Ἀνακρέων
ἀνακρήμνημι
ἀνακρημνίζω
ἀνακριβής
ἀνακρίμναμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
View word page
ἀνακρίμναμι
suspend

ShortDef

suspend

Debugging

Headword:
ἀνακρίμναμι
Headword (normalized):
ἀνακρίμναμι
Headword (normalized/stripped):
ανακριμναμι
IDX:
5902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5903
Key:

Data

{'content': 'suspend'}